- θράψαλο
- Κεφαλόποδο που μοιάζει με το καλαμάρι, από το οποίο διακρίνεται εύκολα, επειδή το τριγωνικό του πτερύγιο δεν ξεπερνά το μισό του μήκους του σώματός του, ενώ το αντίστοιχο πτερύγιο του καλαμαριού είναι μεγαλύτερο. Κοινότατο στη Μεσόγειο, ζει στο ανοιχτό πέλαγος, μακριά από τις ακτές. To κρέας του τρώγεται, δεν είναι όμως τόσο νόστιμο όσο του καλαμαριού. Φτάνει τα 30 εκ. σε μήκος, αλλά σε ορισμένες θάλασσες ξεπερνά το 1 μ. Παρεμφερές προς το θ. είναι και το είδος οmmatostrephes sagittatus, που συναντάται σε αμμώδεις βυθούς και ψαρεύεται το καλοκαίρι με απλά δίχτυα και πεζότρατες.
Είδος κεφαλόποδου μεταξύ του θράψαλου και του γνωστού μας καλαμαριού.
* * *το1. θρύψαλο2. μεγάλο καλαμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρύψαλο*].
Dictionary of Greek. 2013.